- τριψήφιος
- ος, ο[ν] мат. трёхзначный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριψήφιος — α, ο, Ν αυτός που αποτελείται από τρία ψηφία («τριψήφιος αριθμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ψήφιος (< ψηφίον), πρβλ. πεντα ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τριψήφιος — α, ο που αποτελείται από τρία ψηφία (για αριθμούς): Τριψήφιος αριθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek